- μισοδρομίς
- επίρρ. βλ. μεσοδρομίς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισοδρομίς — μεσοδρομίς (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσοδρομίς — και μισοδρομίς και μεσοδρομιάς επίρρ. 1. στο μέσο τής πορείας, στα μισά τού δρόμου, αλλ. μεσοστρατίς, μεσόδρομα 2. στα κατάμεσα τού δρόμου, αλλ. μεσόστρατα («πετούν τα σκουπίδια τους μεσοδρομίς») 3. μτφ. στο μέσο χρονικού διαστήματος ή ενέργειας… … Dictionary of Greek
μεσοδρομίς — και μισοδρομίς επίρρ. τοπ., στη μέση του δρόμου, μεσοστρατίς: Το αυτοκίνητο χάλασε μεσοδρομίς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)